THE CRANES ARE FLYING (Όταν Πετούν οι - TopicsExpress



          

THE CRANES ARE FLYING (Όταν Πετούν οι Γερανοί, 1957) του Mikhail Kalatozov Στην Μόσχα το 1941, έχει ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι Γερμανοί εισβάλλουν, κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Η Veronika (Tatyana Samojlova) και ο αγαπημένος της Boris (Aleksey Batalov), ζουν κάποιες στιγμές ευτυχίας. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους πετούν οι γερανοί. Παρά την πίεση όλων των δικών του και της Veronika, ο Boris κατατάσσεται εθελοντής και φεύγει για το μέτωπο. Η Veronika χάνει τα ίχνη του και πέφτει σε κατάθλιψη. Σε έναν τρομερό βομβαρδισμό, η Veronika χάνει τους δικούς της και καταφεύγει στην οικογένεια του Boris. Ο αδερφός του την βιάζει και παντρεύονται. Εκείνη είναι εσωτερικά συντριμμένη. Τα γερμανικά στρατεύματα προχωρούν, η οικογένεια μετακινείται στην Σιβηρία όπου η Βερόνικα περνά δύσκολες μέρες. Ο Boris σκοτώνεται στο μέτωπο, εκείνη το αγνοεί… Ήταν η ταινία που αποκρυστάλλωσε το «λιώσιμο των πάγων» στην Ρωσία, μετά το 20ο Συνέδριο. Στην Δύση την αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τεράστια κοσμοσυρροή. Για πρώτη φορά στον Σοβιετικό Κινηματογράφο, ο Πόλεμος κοιταζόταν από την πλευρά του ατόμου, που υφίσταται τα δεινά του. Ο Kalatozov, μαζί με τον θαυμάσιο οπερατέρ του, Urusevsky, έπλασαν έξοχες λυρικές εικόνες και δεξιοτεχνικές λήψεις , που ανέδειξαν τον βαθύ ρομαντισμό του έργου. Η Tatyana Samojlova, κορίτσι με ελαφίσια χάρη, ενσάρκωσε ευαίσθητα την ηρωίδα και κέρδισε τα δάκρυα εκατομμυρίων θεατών. Τιμημένη με το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των Καννών (1958), η ταινία αποτελεί ένα λυρικό, αντιπολεμικό δράμα που αντανακλά καλύτερα από κάθε άλλη σοβιετική ταινία το (προσωρινό) τέλος της σταλινικής εποχής στις Τέχνες και τα Γράμματα (σ.σ. στα τελευταία χρόνια του Στάλιν και του σταλινισμού, ο σοβιετικός κινηματογράφος είχε πραγματικά εξαφανιστεί και η «αναγέννηση» του τελευταίου μετά το θάνατο του «Πατερούλη» το 1953, σηματοδοτήθηκε από τούτο εδώ το φιλμ). Εικόνες ενός εκθαμβωτικού λυρισμού συνοδεύουν μια από τις ωραιότερες (και τραγικότερες) ιστορίες αγάπης του παγκόσμιου σινεμά. Όμως η ταινία αψηφά όλα τα κλισέ του είδους : Ο πειραματισμός με την κάμερα (που ήταν ταμπού στη σταλινική περίοδο) αναδύεται και πάλι. Αληθινός σταρ της ταινίας είναι ο διευθυντής φωτογραφίας Sergei Urusevsky που με τα συγκλονιστικά πλάνα που παραδίδει με τη βοήθεια γερανού ή τη χρήση κινητής κάμερας, μας μεταφέρει την αίσθηση ενός κόσμου που είχε χάσει τα στηρίγματά του ή οποιοδήποτε άλλο «σταθερό» σημείο αναφοράς (ηθικό, πολιτικό κλπ.) Αργότερα, ο Urusevsky δημιούργησε με τον Kalatozov το I am Cuba (1964). Όμως, αν εκείνη η ταινία φαντάζει σε κάποιους υπερβολικά «μπαρόκ», το ‘Όταν Πετούν οι Γερανοί δεν χρησιμοποιεί οπτικά εφέ για εντυπωσιασμό. Αντί να εξυμνεί τις ένδοξες νίκες του Κόκκινου Στρατού επικεντρώνεται σε κάποιες από τις σκοτεινότερες στιγμές του πολέμου, όταν η ικανότατη γερμανική μηχανή κατατρόπωνε εύκολα τον πλημμελώς οργανωμένο και φτωχά εξοπλισμένο (πλην ηρωικό) ρωσικό στρατό. Στο μέτωπο κυριαρχούν η απόγνωση και η αίσθηση του επικείμενου θανάτου. Ωστόσο οι Σοβιετικοί θεατές αγάπησαν αυτή την ψυχολογική «σπουδή» και μελέτη των πολεμικών εμπειριών τους (η ταινία ήταν πραγματική «αποκάλυψη» για αυτούς). Πιθανότατα είχαν κουραστεί από την προπαγάνδα και γνώριζαν καλά ότι στην πραγματικότητα ο πόλεμος είχε αναδείξει λίγους ήρωες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη σοβιετική ταινία του Ψυχρού Πολέμου που προβλήθηκε ευρέως στις ΗΠΑ. Η Σοβιετική Ένωση έχασε περίπου το 10% του προπολεμικού πληθυσμού της στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για χρόνια, το Σοβιετικό σινεμά παρουσίαζε αυτή την τραυματική απώλεια μέσα σε πολύ «αυστηρές γραμμές», κάνοντας χρήση εξωραϊστικών πατριωτικών κλισέ που παρουσίαζαν εν πολλοίς τη «σύνεση» της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, καθώς και την αναγκαιότητα και «ιερότητα» της εν λόγω «θυσίας» του ρωσικού λαού. Η αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης που συνόδευε κάθε προσπάθεια ειλικρινούς ή «έντιμης» απεικόνισης των όσων διαδραματίστηκαν στον πόλεμο μέχρι και τον θάνατο του Στάλιν, είχε παραλύσει το σινεμά. Η διαδικασία της δημιουργίας και κυκλοφορίας ταινιών παρεμποδιζόταν από το φόβο και την αυθαίρετη γραφειοκρατική παρέμβαση. Όμως το «λιώσιμο των πάγων» που ακολούθησε το θάνατο του Στάλιν στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Ρωσίας, επέφερε και το πολυπόθητο «άνοιγμα» στη ματιά των σκηνοθετών, οι οποίοι πλέον δεν θα διστάσουν να βάλουν κάτω από το μικροσκόπιο της κάμεράς τους τις ιδιωτικές ζωές απλών, καθημερινών ανθρώπων με τρόπο που να αγκαλιάζει την αμφιθυμία και την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το Όταν Πετούν οι Γερανοί είναι ταινία – ορόσημο του σοβιετικού κινηματογράφου και το πρώτο αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του μετα – Σταλινικού σινεμά. Η θέαση του φιλμ συνιστά οπτική «εμπειρία» ακόμα και για τον σύγχρονο θεατή που έτσι αντιλαμβάνεται καλύτερα την αίσθηση που αποκόμισε το κοινό της πρώτης του προβολής : αυτή ενός «δροσερού, φρέσκου αέρα που κατακλύζει ένα μουχλιασμένο σπιτικό». Το φιλμ ξεχωρίζει για την «άρνησή» του να καταδικάσει την – έτσι κι αλλιώς – ακούσια «απιστία» της Veronika στον Boris, ενώ ο τελευταίος βρίσκεται στο μέτωπο. Στο πρόσωπο της Tatyana Samojlova, μας αποκαλύπτεται μια σαγηνευτική κινηματογραφική περσόνα : εκφραστική, ερωτική, δυναμική. Η Veronica απέχει έτη φωτός από την παραδοσιακή ηρωίδα ενός πολεμικού δράματος (κι όχι μόνο με τα Σοβιετικά πρότυπα), ωστόσο η Samojlova προσδίδει στο χαρακτήρα της αμέτρητη συμπάθεια, μέχρι και την οριστική γλυκόπικρη «αποθέωσή» της στην συγκινητική τελευταία σεκάνς του φιλμ. Ο Γεωργιανός Kalatozov που ξεκίνησε να σκηνοθετεί την εποχή του βωβού, πέρασε κάμποσα χρόνια στο Los Angeles στη διάρκεια του πολέμου ως μέλος διπλωματικής αποστολής και μοιάζει να επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Χολιγουντιανό σινεμά. Στο Όταν Πετούν οι Γερανοί, ο χειρισμός της μελοδραματικής φόρμας είναι τόσο πολυσύνθετος που παραπέμπει σε Frank Borzage και King Vidor ή είναι αντάξιος ενός Vincente Minnelli, καθώς ανακαλύπτει – χωρίς να φοβάται τις υπερβολές – δυνητικούς οπτικούς συσχετισμούς με τις διαδραματιζόμενες συναισθηματικές καταστάσεις και το ευφυές μοντάζ διακρίνεται για τα αλλεπάλληλα εκφραστικά κοντράστ του. Όπως φαίνεται κι από τα λεγόμενα του Urusevsky, που μοιάζουν να αποτελούν και τη φιλοσοφία του : «Η κάμερα μπορεί να εκφράσει αυτό που ο ηθοποιός είναι αδύνατον να απεικονίσει : τις ενδότερες αισθήσεις του, τον εσωτερικό του κόσμο. Ο κάμεραμαν πρέπει να «ερμηνεύει» κι αυτός μαζί με τους ηθοποιούς»...
Posted on: Thu, 07 Nov 2013 00:58:20 +0000

Trending Topics



Recently Viewed Topics




© 2015